- πυλουρός
- πῠλ-ουρός, ὁ,= πυλωρός, Hdt.3.72,77,118,140,156 (with v.l. <*>υλωρός in 72, 156), Baur and RostovtzeffA Second Report on Dura-Europos 138 (ii A.D.), Gloss.: as fem., ib.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυλουρός — Second Report on Dura Europos masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλουρός — ὁ, ἡ, Α βλ. πυλωρός … Dictionary of Greek
πυλουροῖσι — πυλουρός Second Report on Dura Europos masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλουροί — πυλουρός Second Report on Dura Europos masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλουρῶν — πυλουρός Second Report on Dura Europos masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… … Dictionary of Greek